Υπερβάλλω στα δανικά
Μετάφραση: υπερβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overdrive, overdriver, at overdrive, forstærke, overdrives
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερβάλλω
υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω ή υπερβάλλω, προβάλλω ετυμολογία, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω λεξικό γλώσσας δανικά, υπερβάλλω στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπερασπιστής στα δανικά - advokat, sagfører, mester, champion, forkæmper, mesteren, vinder
- υπερατλαντικός στα δανικά - transatlantiske, transatlantisk, det transatlantiske, den transatlantiske, atlanttrafikken
- υπερβαίνω στα δανικά - overgå, overdraw, overtrækker, overtegne, I overtrækker
- υπερβολικά στα δανικά - overordentlig, yderst, særdeles, ekstremt, saare
Τυχαίες λέξεις
Υπερβάλλω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overdrive, overdriver, at overdrive, forstærke, overdrives
Μεταφράσεις: overdrive, overdriver, at overdrive, forstærke, overdrives