Υπερβάλλω στα κροατικά

Μετάφραση: υπερβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preuveličati, pretjerivati, precjenjuje, pretjeruju, preuveličavaju
Υπερβάλλω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερβάλλω

υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω ή υπερβάλλω, προβάλλω ετυμολογία, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω λεξικό γλώσσας κροατικά, υπερβάλλω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • υπερασπιστής στα κροατικά - zagovornik, pobjednik, nositelj, prvak, šampion, pobornik, braniti, ...
  • υπερατλαντικός στα κροατικά - prekomorski, prekooceanski, transatlantskome, prekoatlantski, transatlantskoga, lantsko, transatlantski, ...
  • υπερβαίνω στα κροατικά - savladati, prebroditi, premašivati, opustošiti, zarasti, prekoračiti, nadvisiti, ...
  • υπερβολικά στα κροατικά - prekomjerno, neizmjerno, izuzetno, veoma, iznimno
Τυχαίες λέξεις
Υπερβάλλω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: preuveličati, pretjerivati, precjenjuje, pretjeruju, preuveličavaju