Υπερβάλλω στα ουκρανικά

Μετάφραση: υπερβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перебільшувати, перебільште, перебільшити
Υπερβάλλω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερβάλλω

υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω ή υπερβάλλω, προβάλλω ετυμολογία, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπερβάλλω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • υπερασπιστής στα ουκρανικά - чемпіон, пропагувати, захисник, захищати, прибічник, адвокат
  • υπερατλαντικός στα ουκρανικά - американський, трансатлантичний, американець, трансатлантичного, трансатлантичну, трансатлантична
  • υπερβαίνω στα ουκρανικά - увінчувати, переважити, переможіть, переважати, перемагати, перемогти, перевищувати, ...
  • υπερβολικά στα ουκρανικά - надмірно, надзвичайно, дуже, є надзвичайно
Τυχαίες λέξεις
Υπερβάλλω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перебільшувати, перебільште, перебільшити