Υπερφορτώνω στα δανικά
Μετάφραση: υπερφορτώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overbelastning, overload, overbelastningsbeskyttelse, overlast, overbelastning af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερφορτώνω
υπερφορτώνω λεξικό γλώσσας δανικά, υπερφορτώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπερπληθυσμός στα δανικά - overbefolkning, overbefolkningen, overfyldte, overpopulation, overbelægning
- υπερπόντιος στα δανικά - oversøisk, oversøiske, udlandet, i udlandet, udenlandske
- υπερχείλιση στα δανικά - overløb, overflow, overløbet
- υπερόπτης στα δανικά - høj, arrogant, arrogante, hovmodige
Τυχαίες λέξεις
Υπερφορτώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overbelastning, overload, overbelastningsbeskyttelse, overlast, overbelastning af
Μεταφράσεις: overbelastning, overload, overbelastningsbeskyttelse, overlast, overbelastning af