Υποβοηθητικός στα δανικά
Μετάφραση: υποβοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβοηθητικός
υποβοηθητικός λεξικό γλώσσας δανικά, υποβοηθητικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- υποβάλλω στα δανικά - fil, indsende, forelægge, fremsætte, forelægger, indgive
- υποβαθμίζω στα δανικά - nedgradering, nedjustering, nedjusteringen, downgrade, nedgradere
- υποβοηθώ στα δανικά - medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig
- υποβολέας στα δανικά - initiativtager, anstifter, tilskyndede, tilskyndet, initiativtager til
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig
Μεταφράσεις: hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig