Υπόσχομαι στα δανικά

Μετάφραση: υπόσχομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
love, løfte, løftet, løfte om, lover
Υπόσχομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπόσχομαι

υπόσχομαι ετυμολογία, υπόσχομαι συνώνυμα, υπόσχομαι conjugation, το υπόσχομαι, υπόσχομαι αγγλικα, υπόσχομαι λεξικό γλώσσας δανικά, υπόσχομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υπόστεγο στα δανικά - hytte, kaste, stald, skur, udgydt, kastet
  • υπόσχεση στα δανικά - løfte, love, løftet, løfte om, lover
  • υστέρημα στα δανικά - savne, mangel, remanens, remanensen, remanens der optræder, remanensværdien
  • υστέρηση στα δανικά - hysterese, hysteresen, hysteresis
Τυχαίες λέξεις
Υπόσχομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: love, løfte, løftet, løfte om, lover