Υπόσχομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπόσχομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alongar, penhorar, promessa, prometer, prolongar, compromisso, prazer, promessa de, promessas, a promessa
Υπόσχομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπόσχομαι

υπόσχομαι ετυμολογία, υπόσχομαι συνώνυμα, υπόσχομαι conjugation, το υπόσχομαι, υπόσχομαι αγγλικα, υπόσχομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπόσχομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπόστεγο στα πορτογαλικά - choupana, bagaço, cabana, choça, barraca, verter, derramar, ...
  • υπόσχεση στα πορτογαλικά - prometer, prolongar, promessa, alongar, promessa de, promessas, a promessa, ...
  • υστέρημα στα πορτογαλικά - enlaçar, carência, carecer, falha, laço, faltar, falta, ...
  • υστέρηση στα πορτογαλικά - histerese, de histerese, a histerese, da histerese, hysteresis
Τυχαίες λέξεις
Υπόσχομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alongar, penhorar, promessa, prometer, prolongar, compromisso, prazer, promessa de, promessas, a promessa