Φειδωλός στα δανικά
Μετάφραση: φειδωλός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sparsom, besparende, sparing, skånsomme, tilbageholdende med
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φειδωλός
φειδωλός λεξικο, φειδωλός αντιθετο, φειδωλός ορισμος, φειδωλός σημασία, φειδωλός συνώνυμο, φειδωλός λεξικό γλώσσας δανικά, φειδωλός στα δανικά
Μεταφράσεις
- φεγγίζω στα δανικά - blink, fengizo
- φεγγοβολώ στα δανικά - ild, glød, gløde, lyser, lyse, glow
- φελλός στα δανικά - svømme, kork, Cork, proppen, prop, korkprop
- φενακίζω στα δανικά - bedrage, fenakizo
Τυχαίες λέξεις
Φειδωλός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sparsom, besparende, sparing, skånsomme, tilbageholdende med
Μεταφράσεις: sparsom, besparende, sparing, skånsomme, tilbageholdende med