Φειδωλός στα ολλανδικά
Μετάφραση: φειδωλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nuchter, sober, stemmig, spaarzaam, bezadigd, matig, sparing, sparende, zuiniger, sparend
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φειδωλός
φειδωλός λεξικο, φειδωλός αντιθετο, φειδωλός ορισμος, φειδωλός σημασία, φειδωλός συνώνυμο, φειδωλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φειδωλός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φεγγίζω στα ολλανδικά - fengizo
- φεγγοβολώ στα ολλανδικά - gloed, blaken, vuur, glans, gloeien, glow, branden, ...
- φελλός στα ολλανδικά - vlotten, drijven, kurk, dobberen, kurken, Cork, van kurk, ...
- φενακίζω στα ολλανδικά - bedriegen, verschalken, beetnemen, zwendelen, misleiden, fenakizo
Τυχαίες λέξεις
Φειδωλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nuchter, sober, stemmig, spaarzaam, bezadigd, matig, sparing, sparende, zuiniger, sparend
Μεταφράσεις: nuchter, sober, stemmig, spaarzaam, bezadigd, matig, sparing, sparende, zuiniger, sparend