Χείλος στα δανικά
Μετάφραση: χείλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bred, kant, rand, læbe, lip, læben
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χείλος
άνω χείλοσ, χείλοσ προσβολήσ, ωλένιο χείλοσ, χείλος βικιλεξικο, piercing χείλοσ, χείλος λεξικό γλώσσας δανικά, χείλος στα δανικά
Μεταφράσεις
- χαώδης στα δανικά - snafu
- χείλι στα δανικά - læbe, lip, læben, kant
- χείμαρρος στα δανικά - strøm, stream, strømmen, åen, å
- χείριστος στα δανικά - meget dårlig, meget dårligt, meget dårlige
Τυχαίες λέξεις
Χείλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bred, kant, rand, læbe, lip, læben
Μεταφράσεις: bred, kant, rand, læbe, lip, læben