Χρησιμότητα στα δανικά
Μετάφραση: χρησιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nytte, hjælpeprogram, værktøj, hjælpeprogrammet, anvendelighed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρησιμότητα
χρησιμότητα ανεμόμυλου, χρησιμότητα του τηλεφώνου, χρησιμότητα του τρένου, χρησιμότητα συνώνυμο, χρησιμότητα του αυτοκινήτου για τον άνθρωπο και την κοινωνία, χρησιμότητα λεξικό γλώσσας δανικά, χρησιμότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- χρησιμεύω στα δανικά - nytte, Lagerstatus, benyt, benytte, held
- χρησιμοποιώ στα δανικά - brug, tilbringe, benytte, benyttelse, anvendelse, anvendelsen, brugen, ...
- χροιά στα δανικά - teint, hud, ansigtsfarve, hudfarve
- χρονιά στα δανικά - år, året, års, årets
Τυχαίες λέξεις
Χρησιμότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nytte, hjælpeprogram, værktøj, hjælpeprogrammet, anvendelighed
Μεταφράσεις: nytte, hjælpeprogram, værktøj, hjælpeprogrammet, anvendelighed