Χρονικός στα δανικά
Μετάφραση: χρονικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tidsmæssige, tidsmæssig, timelige, tidsmæssigt, temporal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρονικός
χρονικός προγραμματισμός έργου. η μέθοδος pert, χρονικός προγραμματισμός έργου, χρονικόσ προγραμματισμόσ έργων, χρονικός προσδιορισμός, χρονικός προσδιορισμός γραμματική, χρονικός λεξικό γλώσσας δανικά, χρονικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- χρονικογράφος στα δανικά - krønikeskriver, kronikør, krønikeskriveren, krønikeren
- χρονικό στα δανικά - krønike, Chronicle, krøniken, kronik
- χρονοτριβή στα δανικά - forsinkelse, forsinkelsen, muligt, forsinkelser, forsinket
- χρονοτριβώ στα δανικά - dvæle, Linger, hængende, drysse, blive hængende
Τυχαίες λέξεις
Χρονικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tidsmæssige, tidsmæssig, timelige, tidsmæssigt, temporal
Μεταφράσεις: tidsmæssige, tidsmæssig, timelige, tidsmæssigt, temporal