Χρονικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: χρονικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdelijk, temporele, tijdelijke, tijd, temporale
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρονικός
χρονικός προγραμματισμός έργου. η μέθοδος pert, χρονικός προγραμματισμός έργου, χρονικόσ προγραμματισμόσ έργων, χρονικός προσδιορισμός, χρονικός προσδιορισμός γραμματική, χρονικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρονικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χρονικογράφος στα ολλανδικά - kroniekschrijver, chroniqueur, chronicler, geschiedschrijver, kroniek
- χρονικό στα ολλανδικά - kroniek, Chronicle, stelt te boek, kroniek van, te boek
- χρονοτριβή στα ολλανδικά - vertraging, uitstel, oponthoud, delay, vertragingstijd
- χρονοτριβώ στα ολλανδικά - blijven hangen, verwijlen, vertoeven, linger, toeven
Τυχαίες λέξεις
Χρονικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tijdelijk, temporele, tijdelijke, tijd, temporale
Μεταφράσεις: tijdelijk, temporele, tijdelijke, tijd, temporale