Χόρτο στα δανικά
Μετάφραση: χόρτο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
græs, græsset, græsgrøn, grass, grønt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χόρτο
χόρτο hotels, χόρτο διαμονή, χόρτο ναρκωτικό βικιπαιδεια, χόρτο μαγικό, χόρτο πηλίου χάρτησ, χόρτο λεξικό γλώσσας δανικά, χόρτο στα δανικά
Μεταφράσεις
- χόμπι στα δανικά - hobby
- χόνδρος στα δανικά - fedtstof, fedt, fed, tyk, Brusk, brusken, Cartilage, ...
- χύνω στα δανικά - fald, kaste, stald, skur, udgydt, kastet
- χώμα στα δανικά - jord, land, jorden, jordbunden, jordens, jordbund
Τυχαίες λέξεις
Χόρτο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: græs, græsset, græsgrøn, grass, grønt
Μεταφράσεις: græs, græsset, græsgrøn, grass, grønt