Λέξη: απληστία

Σχετικές λέξεις: απληστία

απληστία συνώνυμο, απληστία ετυμολογία, απληστία αποφθέγματα, απληστία του ανθρώπου, απληστία αντωνυμο, απληστία αγγλικά, απληστία κρίση και σύγκρουση γενεών, απληστία λεξικό, απληστία βικιπαιδεια, απληστία μεταφραση

Συνώνυμα: απληστία

πλεονεξία, λαιμαργία, αδηφαγία

Μεταφράσεις: απληστία

απληστία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
greed, greediness, covetousness, avidity, cupidity

απληστία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avidez, codicia, rapacidad, avaricia, la codicia, la avaricia

απληστία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raffgier, gier, geiz, habgier, Gier, Habgier, Habsucht, die Gier

απληστία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gloutonnerie, insatiabilité, soif, voracité, cupidité, rapacité, convoitise, affamé, avidité, avarice, la cupidité, l'avidité

απληστία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avidità, bramosia, cupidigia, avarizia, l'avidità, ingordigia, greed

απληστία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ganância, cobiça, avidez, a ganância, greed

απληστία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gierigheid, schraperigheid, vrekkigheid, inhaligheid, hebzucht, de hebzucht, begeerte, gulzigheid

απληστία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жадность, алчность, корыстолюбие, ненасытность, корысть, жадности, жадностью, алчности

απληστία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjerrighet, grådighet, griskhet, grådigheten

απληστία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snikenhet, girighet, girigheten, glupskhet, girig

απληστία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahneus, ahneuden, ahneutta, ahneudesta, ahneuteen

απληστία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
griskhed, grådighed, begærlighed, grådigheden

απληστία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žravost, chtivost, lačnost, chamtivost, hrabivost, hltavost, lakota, nenasytnost, chtivý, chamtivosti

απληστία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chciwość, żądza, zachłanność, łakomstwo, chciwości

απληστία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénzvágy, kapzsiság, sóvárság, sóvárgás, a kapzsiság, mohóság, kapzsisága, kapzsiságot

απληστία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırs, açgözlülük, açgözlülüğün, açgözlülüğü, greed

απληστία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жадібність, жадність, жадоба, жадность

απληστία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lakmi, lakmia, lakmia e, lakmisë, lakminë

απληστία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лакомия, ненаситност, алчност, алчността

απληστία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прагнасць, жадность, сквапнасць, прагнасцю, сквапнасьць

απληστία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aplus, ahnus, ahnuse, ahnusest, ahnust

απληστία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
požudnost, pohlepa, pohlepe, pohlepu, pohlepi, je pohlepa

απληστία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
græðgi, ágirnd

απληστία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cupiditas, avaritia

απληστία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gobšumas, godumas, godumo, godumą, chciwości

απληστία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rijība, mantkārība, mantrausība, skopums, kāre, alkatība, alkatību, alkatības

απληστία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алчноста, алчност, лакомост, лакомоста, користољубие

απληστία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avariţie, lăcomie, lăcomia, lacomia, lăcomiei, lacomie

απληστία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pohlep, pohlepa, pohlepu, je pohlep

απληστία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hltavosť, hrabivosť, chamtivosť, chamtivosti, lakomstvo
Τυχαίες λέξεις