Χώνω στα δανικά

Μετάφραση: χώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stok, CRAM, proppe
Χώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χώνω

χώνω συνώνυμα, τα χώνω, χώνω τη μύτη μου, χώνω λεξικό γλώσσας δανικά, χώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χώνεψη στα δανικά - fordøjelse, fordøjelsen, spaltning, nedbrydning, udrådning
  • χώνομαι στα δανικά - snuggle, putte, putte sig, i Snuggle
  • χώρα στα δανικά - land, landet, lande, landets
  • χώρος στα δανικά - værelse, rum, rummet, plads, space, areal
Τυχαίες λέξεις
Χώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stok, CRAM, proppe