Όψη στα δανικά
Μετάφραση: όψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blik, syn, udsigt, henblik, henblik på, vis, opfattelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όψη
όψη ρητίνης, όψη του πλούτου, όψη πορσελάνης, όψη συνώνυμο, όψη γάμου, όψη λεξικό γλώσσας δανικά, όψη στα δανικά
Μεταφράσεις
- όχληση στα δανικά - gene, irritationsmoment, gener, plage, generende
- όχλος στα δανικά - mob, pøbel, pøbelen, hob
- όψιμος στα δανικά - sen, sent, forsinket, slutningen, slutningen af, sene
- ύδωρ στα δανικά - urin, vand, vandet
Τυχαίες λέξεις
Όψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blik, syn, udsigt, henblik, henblik på, vis, opfattelse
Μεταφράσεις: blik, syn, udsigt, henblik, henblik på, vis, opfattelse