Βιομήχανος στα εσθονικά
Μετάφραση: βιομήχανος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tööstur, industrialist, töösturi, suurtööstur, töösturite
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιομήχανος
βιομήχανος μαρούσης, παξινός βιομήχανος, βιομήχανος αλέκος αθανασιάδης, βιομήχανος δημήτρης αγγελόπουλος, βιομήχανος ανδρέας δούρος, βιομήχανος λεξικό γλώσσας εσθονικά, βιομήχανος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- βιολιστής στα εσθονικά - viiulimängija, viiuldaja, sahkerdaja, viiuldajana, viiuli
- βιολογικός στα εσθονικά - bioloog, bioloogiline, bioloogilise, bioloogiliste, bioloogilised, bioloogilist
- βιομηχανία στα εσθονικά - majandusharu, tööstus, usinus, tootmisharu, tööstuse, tööstusharu, tööstusele
- βιομηχανικός στα εσθονικά - tööstus-, tööstuslik, tööstusliku, tööstus, tööstuslike
Τυχαίες λέξεις
Βιομήχανος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tööstur, industrialist, töösturi, suurtööstur, töösturite
Μεταφράσεις: tööstur, industrialist, töösturi, suurtööstur, töösturite