Tööstur στα ελληνικά
Μετάφραση: tööstur, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιομήχανος, βιομήχανο, βιομηχάνου, βιομήχανου, βιομηχάνους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kibestunud στα ελληνικά - θυελλώδης, πικρός, τάρτα, ξινό, τάρτας, ξινά, ξινός
- konvoeerima στα ελληνικά - συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, συνοδών
- lingvistika στα ελληνικά - γλωσσολογία, Γλωσσολογίας, τη γλωσσολογία, η γλωσσολογία, της γλωσσολογίας
- lohakas στα ελληνικά - χαώδης, ατημέλητος, ακατάστατος, άτακτος, τσαπατσούλικης, ατημέλητο, slovenly
Τυχαίες λέξεις
Tööstur στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιομήχανος, βιομήχανο, βιομηχάνου, βιομήχανου, βιομηχάνους
Μεταφράσεις: βιομήχανος, βιομήχανο, βιομηχάνου, βιομήχανου, βιομηχάνους