Γενναιοδωρία στα εσθονικά
Μετάφραση: γενναιοδωρία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suuremeelsus, heldus, lahkus, suuremeelsust, suuremeelsuse, lahkuse, helduse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναιοδωρία
γενναιοδωρία αποφθέγματα, γενναιοδωρία συνώνυμα, γενναιοδωρία συνώνυμο, γενναιοδωρία λεξικο, γενναιοδωρία ετυμολογια, γενναιοδωρία λεξικό γλώσσας εσθονικά, γενναιοδωρία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- γενναία στα εσθονικά - vapralt, julgelt, vapper, julge, vaprad, julged, vapra
- γενναίος στα εσθονικά - julge, järsk, südi, vapper, kaar, vaprad, julged, ...
- γενναιόδωρα στα εσθονικά - suuremeelselt, heldelt, lahkelt, heldekäeliselt, rohkelt
- γενναιόδωρος στα εσθονικά - helde, suuremeelne, helded, lahke, rikkalikku
Τυχαίες λέξεις
Γενναιοδωρία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: suuremeelsus, heldus, lahkus, suuremeelsust, suuremeelsuse, lahkuse, helduse
Μεταφράσεις: suuremeelsus, heldus, lahkus, suuremeelsust, suuremeelsuse, lahkuse, helduse