Ενεργά στα εσθονικά

Μετάφραση: ενεργά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiivselt, elavalt, aktiivne, aktiivse, aktiivset, aktiivsete
Ενεργά στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργά

ενεργά ηχεία, ενεργά ηφαίστεια, ενεργά ηφαίστεια ελλάδα, ενεργά ή hellas power, ενεργά ρήγματα, ενεργά λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενεργά στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενδυναμώνω στα εσθονικά - kindlustama, rikastama, tugevdama, närv, närvi, närvide, närve, ...
  • ενδόμυχος στα εσθονικά - Seestpoolt, Sisimmäinen, Kitsamas, Kõige salasõna abil, Kõige salasõna
  • ενεργητικό στα εσθονικά - aktiva, vara, väärtus, varade, varad, varasid, varadest
  • ενεργητικός στα εσθονικά - energiline, tarmukas, energeetiline, energeetilist, energilist, energilise
Τυχαίες λέξεις
Ενεργά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: aktiivselt, elavalt, aktiivne, aktiivse, aktiivset, aktiivsete