Ενεργά στα ολλανδικά
Μετάφραση: ενεργά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
actief, actieve, werkzame, actief is, actief zijn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργά
ενεργά ηχεία, ενεργά ηφαίστεια, ενεργά ηφαίστεια ελλάδα, ενεργά ή hellas power, ενεργά ρήγματα, ενεργά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενεργά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ενδυναμώνω στα ολλανδικά - sterken, zenuw, zenuwen, de zenuwen, zenuw-, nervus
- ενδόμυχος στα ολλανδικά - innig, knus, intiem, gezellig, hinnenste, binnenste, diepste, ...
- ενεργητικό στα ολλανδικά - prooi, acquisitie, buit, aanwinst, activa, vermogen, de activa, ...
- ενεργητικός στα ολλανδικά - krachtig, ferm, flink, energiek, energieke, energetische, energetisch, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενεργά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: actief, actieve, werkzame, actief is, actief zijn
Μεταφράσεις: actief, actieve, werkzame, actief is, actief zijn