Ενεργά στα πολωνικά
Μετάφραση: ενεργά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aktywnie, czynnie, aktywny, czynny, aktywne, aktywna, aktywnych
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργά
ενεργά ηχεία, ενεργά ηφαίστεια, ενεργά ηφαίστεια ελλάδα, ενεργά ή hellas power, ενεργά ρήγματα, ενεργά λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενεργά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ενδυναμώνω στα πολωνικά - utrwalać, umocnić, fortyfikować, zacieśniać, wzmacniać, krzepić, wzmocnić, ...
- ενδόμυχος στα πολωνικά - buduarowy, poufały, spoufalony, wskazać, kameralny, poinformować, serdeczny, ...
- ενεργητικό στα πολωνικά - posiadłość, własność, wkład, awantaż, atut, zasób, zaleta, ...
- ενεργητικός στα πολωνικά - energetyczny, sprężysty, energiczny, dynamiczny, energetyczne, energiczna, energetyczna
Τυχαίες λέξεις
Ενεργά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: aktywnie, czynnie, aktywny, czynny, aktywne, aktywna, aktywnych
Μεταφράσεις: aktywnie, czynnie, aktywny, czynny, aktywne, aktywna, aktywnych