Κοσκινίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: κοσκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõel, sõelur, mõistatus, sõeluma, Siivilöidä, sõeluda, puistumiskindlad, sõelu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοσκινίζω
κοσκινίζω στα αγγλικά, κοσκινίζω αγγλικά, κοσκινίζω συνώνυμα, κοσκινίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κοσκινίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κορόνα στα εσθονικά - kroon, Crown, võra, krooni, kroonnupp
- κορώνα στα εσθονικά - pärg, koroona, corona, koroonalahendusega, koronaviirus
- κοσμήματα στα εσθονικά - ehted, kalliskivid, ehteid, jewelry, ehete
- κοσμήτορας στα εσθονικά - dekaan, vanem, Dean, dekaani, praost, vanim sõjaline
Τυχαίες λέξεις
Κοσκινίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sõel, sõelur, mõistatus, sõeluma, Siivilöidä, sõeluda, puistumiskindlad, sõelu
Μεταφράσεις: sõel, sõelur, mõistatus, sõeluma, Siivilöidä, sõeluda, puistumiskindlad, sõelu