Πρόστυχος στα εσθονικά
Μετάφραση: πρόστυχος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suur, jäme, õel, bitchy, Kett
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόστυχος
πρόστυχος λεξικό, μόνιμα πρόστυχος, πρόστυχος ετυμολογία, πρόστυχος λεξικό γλώσσας εσθονικά, πρόστυχος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πρόσοψη στα εσθονικά - fassaad, esikülg, front, ilme, fassaadi, Facade, fassaadil, ...
- πρόστιμο στα εσθονικά - leppehüvitis, peen, trahv, pant, karistuslöök, trahvi, trahviühikut, ...
- πρόσφατα στα εσθονικά - värskelt, äsja, uuesti, hiljuti, viimasel ajal, viimasel, viimati, ...
- πρόσφατος στα εσθονικά - värske, hiljutine, äsjane, viimastel, hiljutise, hiljutiste, hiljutised
Τυχαίες λέξεις
Πρόστυχος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: suur, jäme, õel, bitchy, Kett
Μεταφράσεις: suur, jäme, õel, bitchy, Kett