Σαλεύω στα εσθονικά

Μετάφραση: σαλεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värisema, kolima, lõdisema, raputus, teisaldama, käik, nihutama, lase tal elada, hievahtamaan, Liikahtaa kohalt
Σαλεύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαλεύω

σαλεύω συνωνυμα, σαλεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, σαλεύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σαλάτα στα εσθονικά - salat, salati, salatiga, salad, salatit
  • σαλάχι στα εσθονικά - rai, kiir, ray
  • σαλιάζω στα εσθονικά - ila, Kuolata, Suri, Lässyttää
  • σαλιαρίζω στα εσθονικά - süljenire, ilastama, Kuolata
Τυχαίες λέξεις
Σαλεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: värisema, kolima, lõdisema, raputus, teisaldama, käik, nihutama, lase tal elada, hievahtamaan, Liikahtaa kohalt