Σαλεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: σαλεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адхазiць, хадзiць, рабiць, зрушыць з месца, скрануць з месца
Σαλεύω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαλεύω

σαλεύω συνωνυμα, σαλεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σαλεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • σαλάτα στα λευκορωσικά - салата, салату, салат
  • σαλάχι στα λευκορωσικά - прамень, луч, промень
  • σαλιάζω στα λευκορωσικά - сліны, сліну, слюні, сліні
  • σαλιαρίζω στα λευκορωσικά - несці, несьці
Τυχαίες λέξεις
Σαλεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адхазiць, хадзiць, рабiць, зрушыць з месца, скрануць з месца