Υπήκοος στα εσθονικά
Μετάφραση: υπήκοος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aine, subjekt, alam, riiklik, rahvuslik, riiklike, siseriiklike, siseriikliku
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπήκοος
έλληνασ υπήκοοσ, υπήκοος ετυμολογία, υπήκοος στα αγγλικά, υπήκοος αγγλικά, υπήκοος τρίτων χωρών, υπήκοος λεξικό γλώσσας εσθονικά, υπήκοος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- υπέρβαρος στα εσθονικά - ülekaaluline, ülekaalulisuse, ülekaalulised, ülekaaluliste, ülekaalulisus
- υπέροχος στα εσθονικά - muinasjutuline, imetore, müütiline, imepärane, suurepärane, imeline, suurepärast, ...
- υπαγορεύω στα εσθονικά - dikteerima, diktaat, dikteerida, nõuavad, dikteerib
- υπαγόρευση στα εσθονικά - etteütlus, dikteerimine, ettekirjutus, diktaat, dikteerimise, dikteerimisfailide, dikteerimist
Τυχαίες λέξεις
Υπήκοος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: aine, subjekt, alam, riiklik, rahvuslik, riiklike, siseriiklike, siseriikliku
Μεταφράσεις: aine, subjekt, alam, riiklik, rahvuslik, riiklike, siseriiklike, siseriikliku