Υπήκοος στα ισλανδικά
Μετάφραση: υπήκοος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fag, málefni, landsvísu, National, ríkisborgari, innlenda, innlend
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπήκοος
έλληνασ υπήκοοσ, υπήκοος ετυμολογία, υπήκοος στα αγγλικά, υπήκοος αγγλικά, υπήκοος τρίτων χωρών, υπήκοος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπήκοος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υπέρβαρος στα ισλανδικά - yfirvigt, of þung, yfirþyngd, of þungur, of þungir
- υπέροχος στα ισλανδικά - glæsilegur, stórkostlegur, yndislegt, dásamlegt, dásamlegur, dásamleg, frábæra
- υπαγορεύω στα ισλανδικά - fyrirmæli, fyrirmæli um, segja til
- υπαγόρευση στα ισλανδικά - dictation
Τυχαίες λέξεις
Υπήκοος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fag, málefni, landsvísu, National, ríkisborgari, innlenda, innlend
Μεταφράσεις: fag, málefni, landsvísu, National, ríkisborgari, innlenda, innlend