Λέξη: ντόπιος

Σχετικές λέξεις: ντόπιος

ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος συνώνυμα

Συνώνυμα: ντόπιος

ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος

Μεταφράσεις: ντόπιος

ντόπιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
native, home grown, local, a native, native of

ντόπιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aborigen, natal, indígena, patrio, nativo, nativa, nativos, natural

ντόπιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einheimischer, gebürtig, bodenständig, einheimisch, angeborene, eingeboren, einheimische, heimatlich, angeboren, eingeborener, eingeborene, Ureinwohner, heimisch, nativen, Mutter

ντόπιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
natal, originaire, domestique, autochtone, natif, national, maternel, aborigène, naturel, indigène, native

ντόπιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aborigeno, indigeno, nativo, autoctono, natio, nativa, natale, nativi, native

ντόπιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
autóctone, aborígene, indígena, nativo, nacionalizar, nativa, natal, nativos, nativas

ντόπιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ingeboren, binnenlands, inboorling, inheems, aangeboren, inlander, autochtoon, inlands, oerbewoner, inheemse, inwoner, natieve

ντόπιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родина, коренной, врожденный, аборигенный, природный, автохтон, отчизна, отечественный, туземец, родимый, самородный, уроженка, уроженец, родной, туземный, родная, нативный

ντόπιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innfødt, innfødte, mors, opprinnelige, opprinnelig

ντόπιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inhemsk, inföding, infödd, nativ, nativt, nativa, infödda

ντόπιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luonnonvarainen, kotimainen, alkuperäinen, alkuasukas, syntyperäinen, natiivi, kotoisin, natiivin, native

ντόπιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
native, indfødte, nativ, nativt, indfødt

ντόπιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
domorodec, vrozený, domácí, rodný, tuzemský, tuzemec, rodilý, rodák

ντόπιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krajowy, rodak, autochtoniczny, miejscowy, krajowiec, tubylec, ojczysty, tubylczy, rodzimy, zwykły, mieszkaniec, rodowity, rodzinny

ντόπιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bennszülött, natív, őshonos, természetes, a natív

ντόπιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerli, doğuştan, yerel, doğal, ana, nativ

ντόπιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вітчизняний, рідний, уродженець, рідної, рідній, рідна, рідне

ντόπιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
amtar, autokton, i lindur, i lindjes, amtare, vendas

ντόπιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роден, родния, родната, нативния, нативен

ντόπιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
роднай, родны, родная, родную, родной

ντόπιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sünnipärane, pärismaine, pärismaalane, pärit, emakeelena, natiivse, native, emakeel

ντόπιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
urođenik, mjesni, prirođen, čist, urođen, domaći, domorodac, rođen, materinji

ντόπιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innlendur, innfæddur, Native, innfæddur maður, móðurmáli, móðurmál

ντόπιος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
paternus

ντόπιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gimtasis, gimtoji, gimtosios, vietinių, gimtąją

ντόπιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzimtā, native, vietējās, dzimtās, dzimtene

ντόπιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајчин, родна, Алјаска, родната, мајчиниот

ντόπιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
autohton, nativ, maternă, nativă, native, natal

ντόπιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
domorodec, materni, avtohtone, rojen, izvirnega, rodu

ντόπιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
domorodec, domorodý, rodák, domáce, domáci, domácej, domácu, domácich
Τυχαίες λέξεις