Υπακούω στα εσθονικά
Μετάφραση: υπακούω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuuletuma, alluma, järgima, kuuletuda, järgige vastavaid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπακούω
υπακούω συνώνυμο, υπακούω υπακούς υπακούει, υπακούω λεξικό γλώσσας εσθονικά, υπακούω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- υπαινισσόμενος στα εσθονικά - hinter
- υπακοή στα εσθονικά - truudus, kuulekus, kuulekuse, kuulekuses, sõnakuulelikkuse, kuulekust
- υπαναχωρώ στα εσθονικά - hoogsalt, innukalt, tagasi tõmbuma, tagasi võtma, tõmbuda, tõmburisse, tagasi tõmbuda
- υπαναχωρώ. στα εσθονικά - innukalt, hoogsalt, tagasi saada, tagasi välja, tagasiteed, tagasi võtta, taganeda
Τυχαίες λέξεις
Υπακούω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kuuletuma, alluma, järgima, kuuletuda, järgige vastavaid
Μεταφράσεις: kuuletuma, alluma, järgima, kuuletuda, järgige vastavaid