Υπακούω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπακούω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obedecer, aveia, observar, obedeça, obedecem, obedecer a, obedecê
Υπακούω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπακούω

υπακούω συνώνυμο, υπακούω υπακούς υπακούει, υπακούω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπακούω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπαινισσόμενος στα πορτογαλικά - hinter
  • υπακοή στα πορτογαλικά - obediência, a obediência, da obediência, obedience, de obediência
  • υπαναχωρώ στα πορτογαλικά - banir, convosco, recuar, retrair, recolher, retirar, retratar, ...
  • υπαναχωρώ. στα πορτογαλικά - convosco, recuar, banir, voltar para fora, voltar atrás, desistir, trás para fora
Τυχαίες λέξεις
Υπακούω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: obedecer, aveia, observar, obedeça, obedecem, obedecer a, obedecê