Αγχίνοια στα ισλανδικά

Μετάφραση: αγχίνοια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shrewdness
Αγχίνοια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγχίνοια

αγχίνοια συνωνυμα, αγχίνοια συνώνυμο, αγχίνοια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αγχίνοια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγρόκτημα στα ισλανδικά - bær, jörð, býli, búa, bæ, bærinn, Farm, ...
  • αγρότης στα ισλανδικά - bóndi, búandi, bóndinn, bónda, bændur
  • αγχιστεία στα ισλανδικά - skyldleiki, sækni, sækni í, mikla sækni
  • αγχωμένος στα ισλανδικά - kvíða, ákafur, áhyggjufull, áhyggjur, kvíði
Τυχαίες λέξεις
Αγχίνοια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: shrewdness