Ακολουθώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: ακολουθώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylgja, að fylgja, fylgdu, fylgir, fylgst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακολουθώ
ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθεί μετάφραση, ακολουθώ αντωνυμο, ακολουθώ γαλλικά, ακολουθώ κατά πόδας, ακολουθώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ακολουθώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ακολασία στα ισλανδικά - ólifnaður, saurlífnaður, saurlífi
- ακολουθία στα ισλανδικά - röð, runa, röð sem, röðin, runu
- ακονίζω στα ισλανδικά - hvessa, brýna, skerpa, að skerpa, skerpt, er skerpt, skerpa á
- ακουμπώ στα ισλανδικά - halla, horaður, snerta, snertir, að snerta, snertingu, snerti
Τυχαίες λέξεις
Ακολουθώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fylgja, að fylgja, fylgdu, fylgir, fylgst
Μεταφράσεις: fylgja, að fylgja, fylgdu, fylgir, fylgst