Ακολουθώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακολουθώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergezellen, voortvloeien, begeleiden, accompagneren, bewandelen, nakomen, volgen, opvolgen, volg, volgt, te volgen
Ακολουθώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολουθώ

ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθεί μετάφραση, ακολουθώ αντωνυμο, ακολουθώ γαλλικά, ακολουθώ κατά πόδας, ακολουθώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακολουθώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακολασία στα ολλανδικά - drinkgelag, uitspatting, orgie, zwelgpartij, losbandigheid, ongebondenheid, ontuchtigheid, ...
  • ακολουθία στα ολλανδικά - volgend, vervolging, leden, aanstaand, achtervolging, begeleiding, accompagnement, ...
  • ακονίζω στα ολλανδικά - verhevigen, slijpen, aanzetten, wetten, scherpen, verscherpen, te scherpen, ...
  • ακουμπώ στα ολλανδικά - mager, schragen, stutten, schraal, sprietig, steunen, aanraken, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακολουθώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vergezellen, voortvloeien, begeleiden, accompagneren, bewandelen, nakomen, volgen, opvolgen, volg, volgt, te volgen