Δυστυχισμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: δυστυχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óhamingjusamur, óánægður, óánægðir, óánægð
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυστυχισμένος
χορν δυστυχισμένος, δυστυχισμένος χορν στιχοι, περιπλανώμενοσ δυστυχισμένοσ, δυστυχισμένος γάμος, είμαι δυστυχισμένος, δυστυχισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δυστυχισμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δυστυχής στα ισλανδικά - óhamingjusamur, óánægður, óánægðir, óánægð
- δυστυχία στα ισλανδικά - eymd, óhamingja, óhamingju, við óhamingju, er á við óhamingju, á við óhamingju
- δυστυχώς στα ισλανδικά - því miður, miður, því miður að, Því miður er, en því miður
- δυσφήμιση στα ισλανδικά - detraction
Τυχαίες λέξεις
Δυστυχισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óhamingjusamur, óánægður, óánægðir, óánægð
Μεταφράσεις: óhamingjusamur, óánægður, óánægðir, óánægð