Δυσφορία στα ισλανδικά

Μετάφραση: δυσφορία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óánægja, óþægindi, óþægindi í, óþægindum, óþægindi fyrir, óþægindin
Δυσφορία στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσφορία

δυσφορία στην αναπνοή, δυσφορία συνώνυμα, δυσφορία στο λαιμό, δυσφορία ψυχολογία, δυσφορία στην εγκυμοσύνη, δυσφορία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δυσφορία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δυσφημιστικός στα ισλανδικά - ærumeiðandi, níðskældinn
  • δυσφημώ στα ισλανδικά - rógur, traduce
  • δυσχέρεια στα ισλανδικά - vandræði, erfiðleiki, fyrirhöfn, erfiðleikar, erfitt, erfiðleikar við, erfiðleikum, ...
  • δυσχεραίνω στα ισλανδικά - hindra, karfa
Τυχαίες λέξεις
Δυσφορία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óánægja, óþægindi, óþægindi í, óþægindum, óþægindi fyrir, óþægindin