Δυσφορία στα σουηδικά
Μετάφραση: δυσφορία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obehag, besvär, obehaget, obehag i
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσφορία
δυσφορία στην αναπνοή, δυσφορία συνώνυμα, δυσφορία στο λαιμό, δυσφορία ψυχολογία, δυσφορία στην εγκυμοσύνη, δυσφορία λεξικό γλώσσας σουηδικά, δυσφορία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δυσφημιστικός στα σουηδικά - ärekränkande, smädlig, smädligt, libelous, förtalande
- δυσφημώ στα σουηδικά - skvaller, BAKTALA, FÖRTALA, TALA ILLA OM
- δυσχέρεια στα σουηδικά - svårighet, svårigheter, svårt, svårigheten, svårt att
- δυσχεραίνω στα σουηδικά - försvårar, hämmar, korgar, backar
Τυχαίες λέξεις
Δυσφορία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: obehag, besvär, obehaget, obehag i
Μεταφράσεις: obehag, besvär, obehaget, obehag i