Δυσφορία στα ολλανδικά

Μετάφραση: δυσφορία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongemak, ongerief, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder
Δυσφορία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσφορία

δυσφορία στην αναπνοή, δυσφορία συνώνυμα, δυσφορία στο λαιμό, δυσφορία ψυχολογία, δυσφορία στην εγκυμοσύνη, δυσφορία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δυσφορία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δυσφημιστικός στα ολλανδικά - lasterlijk, lasterlijke, smadelijk, smadelijke, smadend
  • δυσφημώ στα ολλανδικά - roddelen, kwaadspreken, belasteren, eerroof, laster, lasteren
  • δυσχέρεια στα ολλανδικά - bezwaar, moeilijkheid, strubbeling, Moeilijkheidsgraad, moeilijkheden, moeite, moeilijk
  • δυσχεραίνω στα ολλανδικά - belemmert, kerstpakketten, manden, belemmert de
Τυχαίες λέξεις
Δυσφορία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongemak, ongerief, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder