Εμπόριο στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμπόριο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verslun, viðskipti, viðskiptum, viðskipta, viðskiptaheiti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόριο
εμπόριο σιδήρου τιμές, εμπόριο λευκής σαρκός ταινια, εμπόριο λευκής σαρκός, εμπόριο τροφίμων, εμπόριο ξυλείας αθήνα, εμπόριο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμπόριο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπόδιο στα ισλανδικά - hindrun, hindrun í vegi, vegi, erfiðleikar, erfiðleikar við
- εμπόρευμα στα ισλανδικά - verslunarvara, vöru, hrávöru, hrávörumarkaði
- εμφάνιση στα ισλανδικά - horfa, útlit, svipur, álit, framkoma, útliti, ásýnd
- εμφαίνω στα ισλανδικά - auðsýna, benda, sýna, tákna, að tákna, merkja, til kynna
Τυχαίες λέξεις
Εμπόριο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: verslun, viðskipti, viðskiptum, viðskipta, viðskiptaheiti
Μεταφράσεις: verslun, viðskipti, viðskiptum, viðskipta, viðskiptaheiti