Εμπόριο στα τούρκικα
Μετάφραση: εμπόριο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zanaat, ticaret, ticari, ticareti, İş, ticaretin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόριο
εμπόριο σιδήρου τιμές, εμπόριο λευκής σαρκός ταινια, εμπόριο λευκής σαρκός, εμπόριο τροφίμων, εμπόριο ξυλείας αθήνα, εμπόριο λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμπόριο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμπόδιο στα τούρκικα - engel, bariyer, bariyeri, engelleyici, engeli
- εμπόρευμα στα τούρκικα - eşya, emtia, mal, meta, malın
- εμφάνιση στα τούρκικα - benzemek, bakış, beklemek, görünüm, Görünüş, görünümü, görünümünü, ...
- εμφαίνω στα τούρκικα - gözükmek, görünmek, tanıştırmak, göstermek, kanıtlamak, belirtmek, ifade, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόριο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zanaat, ticaret, ticari, ticareti, İş, ticaretin
Μεταφράσεις: zanaat, ticaret, ticari, ticareti, İş, ticaretin