Επιθεωρώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: επιθεωρώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skoða, að skoða, rannsaka, kanna, athuga
Επιθεωρώ στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιθεωρώ

αναθεωρώ συνώνυμα, επιθεωρώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιθεωρώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιθετικότητα στα ισλανδικά - árásargirni, árásarhneigð
  • επιθεωρητής στα ισλανδικά - skoðunarmaður, eftirlitsmaður, skoðunarmaðurinn, Skoðunarmanni, Skoðunarmanni er
  • επιθεώρηση στα ισλανδικά - eftirlit, aðsókn, skoðun, skoðunar, skoðunarstöð, skoðunarstöð á
  • επιθυμία στα ισλανδικά - löngun, löngun til, þrá, vilji, ósk
Τυχαίες λέξεις
Επιθεωρώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skoða, að skoða, rannsaka, kanna, athuga