Επιπόλαιος στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιπόλαιος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunnur, perfunctory
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπόλαιος
επιπόλαιος translation, επιπόλαιος in english, επιπόλαιος ετυμολογία, επιπόλαιοσ translate, επιπόλαιος τι σημαινει, επιπόλαιος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιπόλαιος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιπρόσθετος στα ισλανδικά - viðbótar, Viðbótarupplýsingar, Additional, frekari, Viðbótarupplýsingar um
- επιπόλαια στα ισλανδικά - trivially
- επιρρίπτω στα ισλανδικά - rekja, rekja má, skýrist, sem rekja má, sem rekja
- επιρρεπής στα ισλανδικά - líklegur, líklegur til, líklegur til-, hæfi
Τυχαίες λέξεις
Επιπόλαιος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grunnur, perfunctory
Μεταφράσεις: grunnur, perfunctory