Ευκάλυπτος στα ισλανδικά

Μετάφραση: ευκάλυπτος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tröllatré, EUCALYPTUS
Ευκάλυπτος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκάλυπτος

ευκάλυπτος και εγκυμοσύνη, ευκάλυπτος τσαι, ευκάλυπτος αφέψημα, ευκάλυπτος καλλιέργεια, ευκάλυπτος αιθέριο έλαιο, ευκάλυπτος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ευκάλυπτος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευθύνη στα ισλανδικά - ábyrgð, á ábyrgð, ábyrgð á, ábyrgÃ, höndum
  • ευθύς στα ισλανδικά - beinn, beint, bein, beinkeðju-, strax
  • ευκαιρία στα ισλανδικά - tilviljun, tækifæri, hending, happ, tækifæri til, tækifærið, möguleika, ...
  • ευκαμψία στα ισλανδικά - sveigjanleiki, sveigjanleika, sveigjanleika til, svigrúm, sveigjanlegt
Τυχαίες λέξεις
Ευκάλυπτος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tröllatré, EUCALYPTUS