Εφευρίσκω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εφευρίσκω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
contrive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρίσκω
εφευρίσκω αόριστος, εφευρίσκω συνώνυμα, εφευρίσκω ρήμα, εφευρίσκω συνωνυμο, ευρίσκω κλίση, εφευρίσκω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εφευρίσκω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εφεκτικός στα ισλανδικά - efektikos
- εφευρέτης στα ισλανδικά - uppfinningamaður, uppfinningamaðurinn
- εφευρετικός στα ισλανδικά - frumlega, frumleg, uppfinningasami, hugvitssamur, hugmyndaríkur
- εφευρετικότητα στα ισλανδικά - hugvit, hugviti, frumleika
Τυχαίες λέξεις
Εφευρίσκω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: contrive
Μεταφράσεις: contrive