Ιθύνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ιθύνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ríkja, drottna, yfirráð, aðilar, framleiðandi, ákvarðanir, viðskiptavakar, aðilum
Ιθύνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιθύνω

ιθύνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ιθύνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιθαγένεια στα ισλανδικά - borgaravitund, ríkisborgararétt, réttindi, ríkisfang, ríkisborgararéttur
  • ιθαγενής στα ισλανδικά - innfæddur, innlendur, frumbyggja, frumbyggjar, heimamanna
  • ικανά στα ισλανδικά - fær, fær um, geta, hæfur, hægt
  • ικανοποίηση στα ισλανδικά - fylli, ánægju, Ánægja, fullnæging
Τυχαίες λέξεις
Ιθύνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ríkja, drottna, yfirráð, aðilar, framleiðandi, ákvarðanir, viðskiptavakar, aðilum