Κοσμικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: κοσμικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leggja, setja, veraldlegum, veraldlega, veraldlegt, veraldleg, veraldargengið
Κοσμικός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοσμικός

κοσμικός άνθρωπος, κοσμικός τρόμος, κοσμικός ουμανισμός, κοσμικός πληθωρισμός, κοσμικός λεξικό, κοσμικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κοσμικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοσμήματα στα ισλανδικά - skartgripir, skartgripi, skart, skartgripum
  • κοσμήτορας στα ισλανδικά - prófastur, Dean, forseti, deildarforseti, rektor
  • κοσμιότητα στα ισλανδικά - velsæmi, heiðarleika
  • κοσμώ στα ισλανδικά - náð, Grace, náðin, náð sé, Veittur
Τυχαίες λέξεις
Κοσμικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leggja, setja, veraldlegum, veraldlega, veraldlegt, veraldleg, veraldargengið