Κοσμικός στα δανικά

Μετάφραση: κοσμικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sætte, lægge, verdslig, verdslige, verdsligt, jordiske, jordisk
Κοσμικός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοσμικός

κοσμικός άνθρωπος, κοσμικός τρόμος, κοσμικός ουμανισμός, κοσμικός πληθωρισμός, κοσμικός λεξικό, κοσμικός λεξικό γλώσσας δανικά, κοσμικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοσμήματα στα δανικά - smykker, smykkeskrin, smykke
  • κοσμήτορας στα δανικά - dekan, dean, dekanen, Provsten, provst
  • κοσμιότητα στα δανικά - anstændighed, moral, anstændigvis, anstændigheden
  • κοσμώ στα δανικά - smykke, nåde, Naade, afdragsfri, ynde, grace
Τυχαίες λέξεις
Κοσμικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sætte, lægge, verdslig, verdslige, verdsligt, jordiske, jordisk