Κοσμικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κοσμικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
advogado, acamar, configuração, deitar, estender, mundano, mundana, mundanos, mundanas, worldly
Κοσμικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοσμικός

κοσμικός άνθρωπος, κοσμικός τρόμος, κοσμικός ουμανισμός, κοσμικός πληθωρισμός, κοσμικός λεξικό, κοσμικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοσμικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κοσμήματα στα πορτογαλικά - jóias, jóia, de jóias, Jewelry, jóias de
  • κοσμήτορας στα πορτογαλικά - decano, negócio, deão, Dean, reitor, reitora
  • κοσμιότητα στα πορτογαλικά - decência, a decência, decoro, da decência, pudor
  • κοσμώ στα πορτογαλικά - adornar, decorar, ornamentar, graça, a graça, carência, grace, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοσμικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: advogado, acamar, configuração, deitar, estender, mundano, mundana, mundanos, mundanas, worldly