Λοξότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: λοξότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Skekkja, skekking
Λοξότητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοξότητα

λοξότητα κατανομής, θετική λοξότητα, λοξότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, λοξότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • λοξοκοιτάζω στα ισλανδικά - loxokoitazo
  • λοξός στα ισλανδικά - hornrétt, ská, ekki hornrétt, Skáhallur
  • λουκάνικο στα ισλανδικά - bjúga, pylsa, pylsur, pylsan, pylsum, pylsu
  • λουλουδάτος στα ισλανδικά - sprigged
Τυχαίες λέξεις
Λοξότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Skekkja, skekking